σαγκουιναρία

σαγκουιναρία
και σαγκουινάρια, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη παπαβαρώδη, οικογένεια παπαβερίδες, με ένα μόνον είδος που είναι πολυετής πόα τής Βόρειας Αμερικής, με παχύ ρίζωμα το οποίο περιέχει γαλακτώδη χυμό στο χρώμα τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sanguinaria < λατ. sanguinaria (herba), θηλ. τού sanguinarius (< sanguis, -inis «αίμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπαβερίδες — (papaveraceae). Οικογένεια ροιαδωδών φυτών. Είναι φυτά μονοετή ή διετή με φύλλα απλά ή διαιρεμένα. Οι βλαστοί τους έχουν γαλακτώδη χυμό. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά ή ζυγόμορφα και ο κάλυκάς τους αποτελείται από δύο σέπαλα, που πέφτουν μόλις… …   Dictionary of Greek

  • σανγκουιναρία — και σαγκουιναρία και σαγκουινάρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη, με ένα μόνον είδος, που είναι πολυετής πόα τής Βόρειας Αμερικής με παχύ ρίζωμα το οποίο περιέχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”